παρενοχλῶ

παρενοχλῶ
παρενοχλέω
cause
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… …   Dictionary of Greek

  • παρενοχλώ — παρενοχλώ, παρενόχλησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: παρενοχλώ : σπάνια η παθητική φωνή (παρενοχλούμαι, βλ. πίν. 74 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρενοχλώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. παρεμποδίζω κάποιον όχι φορτικά στην εργασία του: Τα μικρά παιδιά παρενοχλούν τους μεγάλους στο σπίτι. 2. διαταράζω την ησυχία: Το πλαϊνό εργαστήρι μας παρενοχλεί τα μεσημέρια. 3. για το στρατό, δεν αφήνω τον εχθρό να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • παρενόχληση — η / παρενόχλησις, ήσεως, ΝΑ [παρενοχλώ] η διατάραξη τής ησυχίας κάποιου, η ενόχληση κατά την διάρκεια τής εργασίας κάποιου νεοελλ. στρ. «παρενόχληση τού εχθρού» η παρεμπόδιση τών προσπαθειών τού εχθρού με μικρές, σύντομες και αιφνιδιαστικές… …   Dictionary of Greek

  • παροχλώ — έω, Α παρενοχλώ, ενοχλώ επί πλέον, προκαλώ πρόσθετη ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλῶ «εμποδίζω ενοχλώ»] …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • περιελαύνω — Α [ελαύνω] 1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.) 2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.) 3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) 4. κατασκευάζω κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιτρώγω — Α 1. τρώω κάτι ολόγυρα, από όλα τα μέρη 2. αφαιρώ γύρω γύρω, απογυμνώνω («μή τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία», Αριστοφ.) 3. παρενοχλώ, κακολογώ συνεχώς κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”